- πυρηνικός
- -ή, -ό, Ν [πυρήνας]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα»(πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών οποίων δραστικά συστατικά είναι σχάσιμα ισότοπα τού ουρανίουβ) «πυρηνικά όπλα» — βλ. όπλογ) «πυρηνικά απόβλητα»(πυρην.) υγρά, στερεά ή αέρια απόβλητα που προκύπτουν κατά την εξόρυξη ραδιενεργών ορυκτών, την παραγωγή καύσιμου υλικού για πυρηνικούς αντιδραστήρες, τη λειτουργία πυρηνικών αντιδραστήρων, την επεξεργασία τών υλικών για την κατασκευή πυρηνικών όπλων καθώς και ακτινοβολημένου καύσιμου υλικού αντιδραστήρων, και, τέλος, από τη χρήση ραδιενεργών υλικών στην έρευνα, στη βιομηχανία και στην ιατρική, αλλ. ραδιενεργά απόβληταδ) «πυρηνικά οξέα»(βιολ.-βιοχ.) χημικές ενώσεις που αποτελούν το γενετικό υλικό τών οργανισμών, κατευθύνουν την πρωτεϊνική σύνθεση ρυθμίζοντας έμμεσα όλες τις κυτταρικές δραστηριότητεςε) «πυρηνικά πρότυπα»(πυρην.) θεωρίες με βάση τις οποίες επιχειρείται η περιγραφή τής δομής τού πυρήνα τού ατόμου και οι οποίες περιλαμβάνουν υποθέσεις, πειραματικά δεδομένα και συμπεράσματα που διατυπώνονται κυρίως με τη βοήθεια μαθηματικών σχέσεων και έτσι παρέχουν, κατά περισσότερο ή λιγότερο ικανοποιητικό τρόπο, μια συνολική εικόνα τής δομής και τής λειτουργίας τών ατομικών πυρήνων συσχετίζοντας σημαντικό πλήθος διαθέσιμων πληροφοριών, ενώ συγχρόνως επιχειρούν και ορισμένες προβλέψεις σχετικά με τις ιδιότητές τουςστ) «πυρηνικές επιστήμες»(πυρην.) τομέας τών φυσικών πιστημών που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και την εφαρμογή τών φαινομένων που συνδέονται με τον ατομικό πυρήνα και περιλαμβάνει την πυρηνική φυσική, την πυρηνική χημεία και την πυρηνική τεχνολογίαζ) «πυρηνική ακτινοβολία»(πυρην.) συνοπτική ονομασία τών ακτινοβολιών, ηλεκτρομαγνητικής ή σωματιδιακής φύσης, δηλαδή ακτινοβολιών άλφα, βήτα, γάμμα, νετρονίων κ.ά., που εκπέμπονται κατά τη διάρκεια πυρηνικών φαινομένων, όπως είναι λ.χ. η ραδιενεργός διάπλαση τών ασταθών ατομικών πυρήνων και οι πυρηνικές αντιδράσειςη) «πυρηνική αντίδραση»(πυρην.) πυρηνικό φαινόμενο το οποίο συνίσταται στην αλληλεπίδραση δύο ατομικών πυρήνων ή, συνηθέστερα, ενός ατομικού πυρήνα και ενός σωματιδίου και είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα από την απλή μεταβολή τής κίνησης και τής ενεργειακής τους κατάστασης μέχρι και τη μεταβολή τής φύσης τους, δηλ. την ανταλλαγή νουκλεονίων μεταξύ τουςθ) «πυρηνική δύναμη»i) φυσ. δύναμη που ανήκει στην κατηγορία τών ισχυρών αλληλεπιδράσεων στην οποία οφείλεται η συνοχή τών ατομικών πυρήνωνii) (πολ.) κράτος που κατέχει πυρηνικά όπλαι) «πυρηνική έκρηξη»(πυρην.) έκρηξη που αντιστοιχεί στην απελευθέρωση, μέσα σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, τεράστιων ποσοτήτων ενέργειας οι οποίες προέρχονται από την ανεξέλεγκτη πραγματοποίηση μιας αλυσιδωτής πυρηνικής αντίδρασης, σχάσης ή σύνελξης, και η οποία διαφέρει από μια χημική έκρηξη, κυρίως, ως προς την τάξη μεγέθους τής ενέργειας που απελευθερώνεται στην κάθε περίπτωση ανά μονάδα μάζας ή όγκου εκρηκτικού υλικούια) «πυρηνική ενέργεια»(πυρην.) ενέργεια που απελευθερώνεται σε σημαντικές εν γένει ποσότητες κατά τη διάρκεια φαινομένων που συνδέονται άμεσα με τους ατομικούς πυρήνες, όπως είναι οι πυρηνικές αντιδράσεις ή οι μεταπτώσεις τών πυρήνων από ορισμένη ενεργειακή στάθμη σε άλλη στάθμη χαμηλότερης ενέργειαςιβ) «πυρηνικός αντιδραστήρας»τεχνολ. ειδική κατασκευή που επιτρέπει την αξιοποίηση τής πυρηνικής ενέργειας που απελευθερώνεται μέσω μιας ελεγχόμενης και αυτοσυντηρούμενης διεργασίας πυρηνικής σχάσης ή πυρηνικής σύντηξης (α. «πυρηνικός αντιδραστήρας σχάσης» — αντιδραστήρας στον οποίο η ενέργεια που απελευθερώνεται με αλυσιδωτή ελεγχόμενη διεργασία πυρηνικής σχάσης μετατρέπεται τελικά σε ηλεκτρική ενέργεια και είναι ο κύριος τύπος όλων των αντιδραστήρων που είναι εγκαταστημένοι σήμερα στον κόσμοβ. «αντιδραστήρας σύντηξης» ή «θερμοπυρηνικός αντιδραστήρας»[τεχνολ.] αντιδραστήρας που βρίσκεται ακόμη σε πειραματικό στάδιο και ο οποίος όταν τεθεί σε λειτουργία με οικονομικά συμφέροντες όρους, κατά το ήμισυ τού επόμενου αιώνα, θα παρέχει ενέργεια που θα απελευθερώνεται από ελεγχόμενη διεργασία σύντηξης βαρύτερων πυρήνων από ελαφρότερους πυρήνες)ιγ) «πυρηνική στήλη»(πυρην.) μικρού μεγέθους πυρηνικός αντιδραστήρας, πολύ χαμηλής ισχύος, που χρησιμοποιείται για την πραγματοποίηση εργαστηριακών μετρήσεων και πειραμάτωνιδ) «πυρηνική σύντηξη»(πυρην.) πυρηνική διεργασία η οποία περιλαμβάνει μια σειρά πυρηνικών αντιδράσεων μεταξύ ατομικών πυρήνων ελαφρών χημικών στοιχείων που οδηγούν στον σχηματισμό πυρήνων βαρύτερων στοιχείωνιε) «πυρηνική σχάση»(πυρην.) είδος πυρηνικής αντίδρασης η οποία συνίσταται στη διάσπαση ενός βαρέος ατομικού πυρήνα λ.χ. ουρανίου ή πλουτωνίου σε δύο εν γένει ελαφρότερους πυρήνες, θραύσματα, με χονδρικά παραπλήσιες μάζες και με ταυτόχρονη έκλυση μεγάλων ποσοτήτων ενέργειαςιστ) «πυρηνική τεχνολογία»(πυρην.) εφαρμοσμένος κλάδος τών πυρηνικών επιστημών που έχει ως αντικείμενο την παραγωγή και τις εφαρμογές τής πυρηνικής ενέργειαςιζ) «πυρηνική φυσική»(πυρην.) κλάδος τών πυρηνικών επιστημών που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τού ατομικού πυρήνα ως φυσικού συστήματος, καθώς και τών φυσικών φαινομένων που συνδέονται με αυτόνιη) «πυρηνική χημεία»(πυρην.) κλάδος τών πυρηνικών επιστήμων που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών χημικών φαινομένων που συνδέονται με τον ατομικό πυρήναιθ) «πυρηνικό ρολόι»(φυσ.-πυρην.) ορισμένη πρότυπη συχνότητα, κατάλληλη για την εξαιρετικά ακριβή μέτρηση τού χρόνου, η οποία όμως δεν θεωρείται σκόπιμο να χρησιμοποιείται σε κοινές εφαρμογέςκ) «πυρηνικός μαγνητικός συντονισμός»φυσ. φαινόμενο συντονισμού που παρατηρείται όταν οι πυρήνες ατόμων ανταποκρίνονται στην επίδραση ορισμένων μαγνητικών πεδίων με την απορρόφηση ή την εκπομπή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίαςκα) «πυρηνικός χειμώνας»(πυρην.-μετεωρ.) η εκτεταμένη καταστροφή τού φυσικού περιβάλλοντος που, σύμφωνα με τη γνώμη ορισμένων επιστημόνων, πιθανότατα θα επέλθει μετά από τις εκατοντάδες πυρηνικές εκρήξεις οι οποίες αναπόφευκτα θα συμβούν κατά τη διάρκεια ενός πυρηνικού πολέμουκβ) «πυρηνικός πόλεμος» — ο πόλεμος που διεξάγεται με πυρηνικά όπλακγ) «πυρηνικός φάκελος» ή «πυρηνική μεμβράνη»βιολ. πορώδης δομή η οποία διαχωρίζει το πυρηνικό υλικό από το κυτταρόπλασμα ενός κυττάρου, κδ) «πυρηνικός χυμός» — άχρωμο υγρό, πιο ιζώδες από το κυτταρόπλασμα, που συνιστά το ομογενές υπόστρωμα τού πυρήνα, αλλ. πυρηνόπλασμακε) «πυρηνικός ίκτερος»ιατρ. σοβαρή επιπλοκή τής αιμολυτικής αναιμίας κατά την οποία η χολερυθρίνη, ένα ερυθρό προϊόν διάσπασης τής αιμοσφαιρίνης, που παράγεται από τα ερυθρά αιμοσφαίρια, διαποτίζει τα εγκεφαλικά κύτταρακστ) «πυρηνική οικογένεια»(ανθρωπολ.-κοινων.) τύπος κοινωνικής οργάνωσης που απαντά σε όλες σχεδόν τις κοινωνίες, ιδιαίτερα όμως από κοινωνιολογική άποψη χαρακτηρίζει τις σύγχρονες αστεακές-βιομηχανικές κοινωνίες, περίπτωση στην οποία η πυρηνική οικογένεια αποτελείται από τον σύζυγο, τη σύζυγο και τα τέκνα τους που είναι ανήλικα, άγαμα και συνεχίζουν σπουδές μέχρι το 25ο έτος τής ηλικίας, καθώς και τα ανάπηρα παιδιά που είναι εξαρτημένα από τους γονείςκζ) «Δίκαιο πυρηνικής ενέργειας»(νομ.) το σύνολο τών νομικών διατάξεων που αφορούν τις προϋποθέσεις παραγωγής, χρήσης και διασποράς τής πυρηνικής ενέργειας.
Dictionary of Greek. 2013.